- σταχυολόγηση
- η, Ν1. συλλογή, μάζεμα σταχιών2. επιλογή και συλλογή χαρακτηριστικών αποσπασμάτων και στοιχείων από ένα ή περισσότερα κείμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταχυολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. σταχυολόγησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αν. Γούδα].
Dictionary of Greek. 2013.