σταχυολόγηση

σταχυολόγηση
η, Ν
1. συλλογή, μάζεμα σταχιών
2. επιλογή και συλλογή χαρακτηριστικών αποσπασμάτων και στοιχείων από ένα ή περισσότερα κείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταχυολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. σταχυολόγησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αν. Γούδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”